Σάββατο

[ 3 χρόνια ]

Σάββατο

Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος με πολύ και έξυπνο χιούμορ. Ανήκε μάλιστα σε εκείνη την κατηγορία ανθρώπων που ακόμα κι όταν συνειδητοποιούσε το αστείο που έλεγε δεν ξεκαρδιζόταν ο ίδιος ποτέ. Τα μάτια γελούσαν μόνο. Κι αυτό έκανε την ατάκα ακόμα πιο ξεκαρδιστική.
Η αλήθεια είναι όμως πως δεν ήταν ακριβώς της ατάκας. Το χιούμορ του είχε πάντα σενάριο. Ή τουλάχιστον επιχείρημα.
Ήταν αυτό το χιούμορ που σε έκανε να σκεφτείς: κοίτα να δεις τώρα πώς το σκέφτηκε ..και συχνά σε έκανε να γελάσεις απλά με το οφθαλμοφανές που δεν συνειδητοποιούσες..

Φέτος , 3 χρόνια μετά, ήταν η πρώτη φορά που άρχισα να τον μνημονεύω σε στιγμές ακράτητου γέλιου επαναλαμβάνοντας αυτά που θα έλεγε και ο ίδιος αν βρισκόταν στη θέση μου ή αν ήταν παρών.

Ποτέ δεν συζητούσα ιδιαίτερα πολύ μαζί του. Απλά με κοιτούσε ή με άκουγε και καταλάβαινε.

Έχω πάντα μαζί μου μία φωτογραφία του. Πάντα.

Ήθελε να μιλάμε στο τηλέφωνο κάθε μέρα. Κάθε μέρα. Καταλαβαίνετε. Τα νεύρα τσατάλια. [Δε ζούσαμε μαζί από τα 18 μου] Κι επειδή νευρίαζα, έβαζε τη μάνα να τηλεφωνεί. Με αυτή ήταν οκ να νευριάσω.

Στο 90% για όσα με προειδοποίησε είχε δίκιο. Τα υπόλοιπα δεν τα γνώριζε. Αν τα γνώριζε, πάλι θα είχε δίκιο.

Μιλούσαμε στο τηλέφωνο βράδυ. Όταν τελείωνα από δουλειές.

Εκείνη την ημέρα - ζούσα στην Αθήνα - τηλεφώνησα πρωί. Στις 9. Στην ουσία χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Με κάποια χαζή αφορμή. Πιθανότατα ένιωθα ένοχη που τον είχα "εγκαταλείψει" [δεν ήθελε να φύγω] ή που επίσης είχα εγκαταλείψει το μεταπτυχιακό μου [αυτό που φέτος τελειώνω].

Τρεις ώρες μετά, με ειδοποίησαν πως τον χάσαμε.

Το τελευταίο πράγμα που άκουσα από τον πατέρα μου ήταν : Δε θέλω να στεναχωριέσαι για τίποτα.